καθηλώ

καθηλώ
καθηλῶ, -όω (AM)
βλ. καθηλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθηλῶ — καθηλόω nail on pres subj act 1st sg καθηλόω nail on pres ind act 1st sg καθηλόω nail on pres subj act 1st sg καθηλόω nail on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… …   Dictionary of Greek

  • καθήλωμα — τὸ (Α καθήλωμα) [καθηλώ] καθήλωση, κάρφωμα …   Dictionary of Greek

  • καθήλωση — η (Α καθήλωσις) [καθηλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθηλώνω, η στερέωση με καρφιά, η προσήλωση, το κάρφωμα νεοελλ. η ακινητοποίηση, η συνεχής ή αναγκαστική παραμονή σε μια θέση, στάση ή κατεύθυνση (α. «καθήλωση στο κάθισμα» β. «καθήλωση… …   Dictionary of Greek

  • καθηλωτής — καθηλωτής, ὁ (Α) [καθηλώ] αυτός που καθηλώνει, που καρφώνει …   Dictionary of Greek

  • συγκαθηλώ — όω, Α (σχετικά με σταυρό) καρφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθηλῶ / ώνω «καρφώνω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”